ποταμόπλοιο
[potaˈmoplio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flussdampferαρσενικό | Maskulinum, männlich mποταμόπλοιοποταμόπλοιο
examples
- ποταμόπλοιο αναψυχήςAusflugsdampferαρσενικό | Maskulinum, männlich m