ποσότητα
[poˈsotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ποσότητα ζάχαρηςZuckergehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ποσότητα παραγγελίαςBestellmengeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποσότητα παραγωγήςProduktionsmengeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples