„πορτόφυλλο“: ουδέτερο πορτόφυλλο [porˈtofilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Türflügel Türflügelαρσενικό | Maskulinum, männlich m πορτόφυλλο πορτόφυλλο