„πορτογαλικός“ πορτογαλικός [portoɣaliˈkos], πορτογαλική, πορτογαλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) portugiesisch portugiesisch πορτογαλικός πορτογαλικός