„πορεύομαι“: αποθετικό ρήμα πορεύομαι [poˈrevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-εύτηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) marschieren, gehen marschieren, gehen πορεύομαι πορεύομαι