„πορδή“: θηλυκό πορδή [porˈði]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Furz, Pup Furzαρσενικό | Maskulinum, männlich m πορδή Pupαρσενικό | Maskulinum, männlich m πορδή πορδή