πονόδοντος
[poˈnoðondos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zahnschmerzenπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplπονόδοντοςZahnwehουδέτερο | Neutrum, sächlich nπονόδοντοςπονόδοντος