„ποντικότρυπα“: θηλυκό ποντικότρυπα [pondiˈkotripa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mauseloch Mauselochουδέτερο | Neutrum, sächlich n ποντικότρυπα ποντικότρυπα