πομπός
[pomˈbos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Senderαρσενικό | Maskulinum, männlich mπομπόςπομπός
examples
- πομπός εντοπισμούPeilsenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πομπός παρεμβολήςStörsenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m