„πολύπριζο“: ουδέτερο πολύπριζο [poˈliprizo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steckdosenleiste Steckdosenleisteθηλυκό | Femininum, weiblich f πολύπριζο πολύπριζο