„πολύπαθος“ πολύπαθος [poˈlipaθos], πολύπαθη, πολύπαθοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leidgeprüft leidgeprüft πολύπαθος πολύπαθος