„πολυώροφος“ πολυώροφος [poliˈorofos], πολυώροφη, πολυώροφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mehrstöckig mehrstöckig πολυώροφος πολυώροφος