„πολυύμνητος“ πολυύμνητος [poliˈimnitos], πολυύμνητη, πολυύμνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gepriesen gepriesen πολυύμνητος πολυύμνητος