πολυψήφιος
[poliˈpsifios], πολυψήφια, πολυψήφιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mehrstelligπολυψήφιος μαθηματικά | Mathematikμαθπολυψήφιος μαθηματικά | Mathematikμαθ