„πολυτέλεια“: θηλυκό πολυτέλεια [poliˈtelia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luxus Luxusαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολυτέλεια πολυτέλεια