„πολυτάραχος“ πολυτάραχος [poliˈtaraxos], πολυτάραχη, πολυτάραχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erlebnisreich erlebnisreich πολυτάραχος πολυτάραχος