„πολυσύλλαβος“ πολυσύλλαβος [poliˈsilavos], πολυσύλλαβη, πολυσύλλαβοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mehrsilbig mehrsilbig πολυσύλλαβος πολυσύλλαβος