„πολυστυρένιο“: ουδέτερο πολυστυρένιο [polistiˈreɲo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Styropor® Styropor®ουδέτερο | Neutrum, sächlich n πολυστυρένιο πολυστυρένιο