„πολυσέλιδος“ πολυσέλιδος [poliˈseliðos], πολυσέλιδη, πολυσέλιδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mehrseitig mehrseitig πολυσέλιδος πολυσέλιδος