„πολυπόθητος“ πολυπόθητος [poliˈpoθitos], πολυπόθητη, πολυπόθητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) heiß ersehnt heiß ersehnt πολυπόθητος πολυπόθητος