„πολυμέρεια“: θηλυκό πολυμέρεια [poliˈmeria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vielseitigkeit Vielseitigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f πολυμέρεια πολυμέρεια