πολυλογάς
[poliloˈɣas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schwätzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπολυλογάςQuasselstrippeθηλυκό | Femininum, weiblich fπολυλογάςπολυλογάς