πολυλειτουργικός
[poliliturjiˈkos], πολυλειτουργική, πολυλειτουργικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- multifunktionalπολυλειτουργικόςπολυλειτουργικός
Thank you for your feedback!