„πολυκύτταρος“ πολυκύτταρος [poliˈkjitaros], πολυκύτταρη, πολυκύτταροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mehrzellig mehrzellig πολυκύτταρος πολυκύτταρος