„πολυεπίπεδος“ πολυεπίπεδος [polieˈpipeðos], πολυεπίπεδη, πολυεπίπεδοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mehrstufig mehrstufig πολυεπίπεδος πολυεπίπεδος