„Πολυδεύκης“: αρσενικό Πολυδεύκης [poliˈðefkjis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pollux Polluxαρσενικό | Maskulinum, männlich m Πολυδεύκης μυθολογία | Mythologieμυθ Πολυδεύκης μυθολογία | Mythologieμυθ