„πολυδάπανος“ πολυδάπανος [poliˈðapanos], πολυδάπανη, πολυδάπανοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kostspielig kostspielig πολυδάπανος πολυδάπανος