πολυβιταμινούχος
[polivitamiˈnuxos], πολυβιταμινούχα, πολυβιταμινούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πολυβιταμινούχος ταμπλέταθηλυκό | Femininum, weiblich fMultivitamintabletteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πολυβιταμινούχος χυμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mMultivitaminsaftαρσενικό | Maskulinum, männlich m