πολεοδομία
[poleoðoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Städtebauαρσενικό | Maskulinum, männlich mπολεοδομίαπολεοδομία
- Bauaufsichtsbehördeθηλυκό | Femininum, weiblich fπολεοδομία αρχήπολεοδομία αρχή