πολίτευμα
[poˈlitevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Regierungsformθηλυκό | Femininum, weiblich fπολίτευμα πολιτική | Politikπολιτπολίτευμα πολιτική | Politikπολιτ