„ποιμνιοστάσιο“: ουδέτερο ποιμνιοστάσιο [pimɲoˈstasio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schafstall Schafstallαρσενικό | Maskulinum, männlich m ποιμνιοστάσιο ποιμνιοστάσιο