„ποδόφρενο“: ουδέτερο ποδόφρενο [poˈðofreno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fußbremse Fußbremseθηλυκό | Femininum, weiblich f ποδόφρενο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ ποδόφρενο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ