„ποδηλάτης“: αρσενικό ποδηλάτης [poðiˈlatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Radfahrer Radfahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ποδηλάτης ποδηλάτης