„πογκρόμ“: ουδέτερο πογκρόμ [poˈgrom]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pogrom Pogromαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n πογκρόμ πογκρόμ