„πνευματικώς“: επίρρημα πνευματικώς [pnevmatiˈkos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geistig geistig πνευματικώς πνευματικώς examples πνευματικώς ανάπηρος (geistig) entwicklungsverzögert πνευματικώς ανάπηρος