„πλυσταριό“: ουδέτερο πλυσταριό [plistaˈrjo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Waschküche Waschkücheθηλυκό | Femininum, weiblich f πλυσταριό πλυσταριό