πλοκή
[ploˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Handlungθηλυκό | Femininum, weiblich fπλοκή λογοτεχνικού έργουHandlungsablaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλοκή λογοτεχνικού έργουπλοκή λογοτεχνικού έργου