„πλοκάμι“: ουδέτερο πλοκάμι [ploˈkami]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fangarm Fangarmαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλοκάμι πλοκάμι