„πλοιοκτήτης“: αρσενικό πλοιοκτήτης [pliokˈtitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schiffseigentümer Schiffseigentümerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλοιοκτήτης πλοιοκτήτης