„πλημυρίδα“: θηλυκό πλημυρίδα [plimiˈriða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flut Flutθηλυκό | Femininum, weiblich f πλημυρίδα όχι άμπωτη πλημυρίδα όχι άμπωτη