„πληθαίνω“: μεταβατικό ρήμα πληθαίνω [pliˈθeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-υνα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vermehren vermehren πληθαίνω πληθαίνω „πληθαίνω“: αμετάβατο ρήμα πληθαίνω [pliˈθeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-υνα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich vermehren, sich häufen sich vermehren πληθαίνω πληθαίνω sich häufen πληθαίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πληθαίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ