„πληβείος“: αρσενικό πληβείος [pliˈvios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Prolet Proletαρσενικό | Maskulinum, männlich m πληβείος πληβείος