πλεόνασμα
[pleˈonazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überschussαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλεόνασμαPlusουδέτερο | Neutrum, sächlich nπλεόνασμαπλεόνασμα
examples
- πλεόνασμα γυναικώνFrauenüberschussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πλεόνασμα εμπορικού ισοζυγίουHandelsbilanzüberschussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πλεόνασμα εργατικού δυναμικούArbeitskräfteüberhangαρσενικό | Maskulinum, männlich m