„πλεονεκτικός“ πλεονεκτικός [pleonektiˈkos], πλεονεκτική, πλεονεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorteilhaft vorteilhaft πλεονεκτικός πλεονεκτικός