πλειονότητα
[plioˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mehrheitθηλυκό | Femininum, weiblich fπλειονότηταMehrzahlθηλυκό | Femininum, weiblich fπλειονότηταπλειονότητα
examples
- πλειοψηφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f δύο τρίτων πολιτική | PolitikπολιτZweidrittelmehrheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πλειοψηφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f μετοχώνAktienmehrheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πλειοψηφίαθηλυκό | Femininum, weiblich f τριών τετάρτωνDreiviertelmehrheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples