„πλειοδοτώ“: μεταβατικό ρήμα πλειοδοτώ [plioðoˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überbieten überbieten πλειοδοτώ πλειοδοτώ