„Πλειάδα“: θηλυκό Πλειάδα [plˈiaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Plejade Plejadeθηλυκό | Femininum, weiblich f Πλειάδα μυθολογία | Mythologieμυθ Πλειάδα μυθολογία | Mythologieμυθ