„πλατύς“ πλατύς [plaˈtis], πλατιά, πλατύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) breit, weit breit πλατύς φαρδύς πλατύς φαρδύς weit πλατύς εκτεταμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πλατύς εκτεταμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ