„πλατωνικός“ πλατωνικός [platoniˈkos], πλατωνική, πλατωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) platonisch platonisch πλατωνικός πλατωνικός examples πλατωνική αγάπηθηλυκό | Femininum, weiblich f platonische Liebeθηλυκό | Femininum, weiblich f πλατωνική αγάπηθηλυκό | Femininum, weiblich f