„πλατάνι“: ουδέτερο πλατάνι [plaˈtani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, πλάτανος [ˈplatanos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Platane Plataneθηλυκό | Femininum, weiblich f πλατάνι βοτανική | Botanikβοτ πλατάνι βοτανική | Botanikβοτ